- λὶγξ
- λὶγξ πλάγιος,A = καμπτὴρ πλάγιος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λέχριος — λέχριος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.) 2. μτφ. ανάποδος, στραβός («πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ ρ ιος < λεκ σ ρ ιος (πρβλ. λάχ νη < *λακ… … Dictionary of Greek
λιξ — (I) λίξ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «πλάγιος, και λίθος πλατύς» 2. «πνευμονία, νόσος «. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. λίγξ «πλάγιος»]. (II) λίξ (Α) συμβολική μαγική λέξη στην εφεσιακή λογοτεχνία («Ἀνδροκύδης... ὁ Πυθαγορικὸς τὰ Ἐφέσια...… … Dictionary of Greek
el-8, elē̆ i-, lē̆ i- — el 8, elē̆ i , lē̆ i English meaning: to bow, bend; elbow, *rainbow Deutsche Übersetzung: “biegen” Material: A. Here names position themselves at first for “elbow” and “ulna, ell”: Gk. ὠλένη “elbow”, ὠλήν, ένος ds.; ὠλέκρᾱνον… … Proto-Indo-European etymological dictionary